- φίλιαι
- φίλιοςfriendlyfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλίαι — φιλίᾱͅ , φίλιος friendly fem dat sg (attic doric aeolic) φιλία affectionate regard fem nom/voc pl φιλίᾱͅ , φιλία affectionate regard fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нелюбыи — (20) пр. Неприятный, неугодный: ажо привѣзеть нечистыи товар(ъ). а нелюбъ будеть. поѥхати ѥму назадъ со своимь товаромь. Гр ок. 1330 (полоцк.); а си грамота аже бу(д)тъ кнѧзю великому олгѣрду нелюба инъ отошлетъ. Гр 1371 (2, моск.); расматрѧ˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έμπροσθεν — (AM ἔμπροσθεν, Α και ἔμπροσθε) επίρρ. 1. τοπ. μπροστά 2. χρον. πριν, προηγουμένως 3. σε σύγκριση αρχ. 1. (ως πρόθ. με γεν.) (για τόπο) μπροστά από κάτι («ἔμπροσθε γὰρ αὐτῆς ἦσαν ἄλλαι νέες φίλιαι», Ηρόδ.) 2. α) τὸ ή τὰ ἔμπροσθε(ν) η πρόσοψη β) οἱ … Dictionary of Greek
προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… … Dictionary of Greek
συμπλοϊκός — ή, όν, Α φρ. «φιλίαι συμπλοϊκαί» οι φιλικές σχέσεις μεταξύ τών ναυτικών που ανήκουν στο πλήρωμα τού ίδιου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλοϊκός (< πλόος / πλοῦς)] … Dictionary of Greek
φίλιος — α, ο / φίλιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α [φίλος] φιλικός (α. «φίλια στρατιωτικά τμήματα» β. «ὥστε καὶ ταῡτα φίλια τοῑς συμμάχοις ὑπάρχειν», Ξεν. γ. «φιλία τριήρης», Θουκ.) αρχ. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ.) αγαπητός·2. προσφώνηση τού Ερμού, τού… … Dictionary of Greek
φιλίᾳ — φιλίᾱͅ , φίλιος friendly fem dat sg (attic doric aeolic) φιλίαι , φιλία affectionate regard fem nom/voc pl φιλίᾱͅ , φιλία affectionate regard fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλι' — φίλια , φίλιος friendly neut nom/voc/acc pl φίλια , φίλιος friendly neut nom/voc/acc pl φίλιε , φίλιος friendly masc voc sg φίλιε , φίλιος friendly masc/fem voc sg φίλιαι , φίλιος friendly fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)